Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεν έχουμε κανένα

  • 1 περιθώριο(ν)

    τό
    1) поле, поля (книги и т. п.);

    στο περιθώριο(ν) ( — замётки) на полях;

    2) рамки; запас, резерв; предел;

    περιθώριο(ν) ασφαλείας — запас прочности;

    δεν μας παίρνει το περιθώριο(ν) — обстоятельства не позволяют...;

    3) перен.:

    οι αποδοχές του δεν αφήνουν περιθώριο(ν) γιά πρόσθετες δαπάνες — его зарплата не допускает лишних затрат;

    δεν έχουμε κανένα περιθώριο(ν) γιά υποχωρήσεις — отступать некуда;

    § θέτω ( — или βάζω) στο περιθώριο(ν) — отстранять; — уда- лять; — оттеснять;

    ζω στο περιθώριο(ν) — а) жир в безвестности; — удалиться от дел; — б) замкнуться в себе;

    στο περιθώριο(ν) της ζωής — вдали от жизни

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιθώριο(ν)

  • 2 περιθώριο(ν)

    τό
    1) поле, поля (книги и т. п.);

    στο περιθώριο(ν) ( — замётки) на полях;

    2) рамки; запас, резерв; предел;

    περιθώριο(ν) ασφαλείας — запас прочности;

    δεν μας παίρνει το περιθώριο(ν) — обстоятельства не позволяют...;

    3) перен.:

    οι αποδοχές του δεν αφήνουν περιθώριο(ν) γιά πρόσθετες δαπάνες — его зарплата не допускает лишних затрат;

    δεν έχουμε κανένα περιθώριο(ν) γιά υποχωρήσεις — отступать некуда;

    § θέτω ( — или βάζω) στο περιθώριο(ν) — отстранять; — уда- лять; — оттеснять;

    ζω στο περιθώριο(ν) — а) жир в безвестности; — удалиться от дел; — б) замкнуться в себе;

    στο περιθώριο(ν) της ζωής — вдали от жизни

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιθώριο(ν)

См. также в других словарях:

  • Φειδίας — (Αθήνα 5ος αι. π.Χ.). Έλληνας γλύπτης. Μαθήτευσε στη σχολή του Ηγίου ή του Αγελάδα και οι περισσότερες αρχαίες χρονολογικές πηγές, όπως και ο Πλίνιος, τοποθετούν την ανώτατη ακμή του γύρω στα 448 π.Χ., ενώ πολλοί συγγραφείς μιλούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • Χρύσανθος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μαρτύρησε επί Νουμεριανού (245 – 284), μαζί με τη σύζυγό του Δαρεία την Αθηναία. Τους έθαψαν ζωντανούς σε ένα λάκκο. Η μνήμη του τιμάται στις 19… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»